- ποτίζειν
- ποτίζωgive to drinkpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
поѥньѥ — ПОѤНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Орошение, полив: [Антоний] и сии виноградъ и ѡна древа. самъ насади и купѣль сию водную на поѥнье ѡграду… самъ создалъ. (εἰς τὸ ποτίζειν) ПНЧ к. XIV, 146в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ποτίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίσδω Α [πότος] 1. δίνω σε κάποιον να πιει κάτι, συνήθως νερό (α. «ποτίζω τα άλογα» β. «οἶνον ὑποζυγίοις ποτίζειν», Αιν. Τακτ.) 2. (για φυτό ή γη) αρδεύω νεοελλ. 1. αναγκάζω ή παρασύρω κάποιον να πιει κάτι, συνήθως βλαβερό («τη … Dictionary of Greek